- πρόσραμμα
- πρόσραμμα, ατος, τό,A patch, Phot. s.v. ὀχθοίβους.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσραμμα — patch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσραμμα — το, ΝΜΑ [προσράπτω] το αποτέλεσμα του προσράπτω, καθετί που προστίθεται με ραφή πάνω σε κάτι άλλο, το μπάλωμα … Dictionary of Greek
έρραμμα — ἔρραμμα, τὸ (Α) [ερράπτω] πρόσραμμα (μπάλωμα) ραμμένο πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
προσραφή — η, Ν πρόσραμμα, μπάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσράπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο] … Dictionary of Greek